μηδενιστής

μηδενιστής
ο, θηλ. μηδενίστρια
ο οπαδός τού μηδενισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέν + -ιστής. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. nihil-iste. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμ. Ροΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηδενιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του μηδενισμού, ο νιχιλιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηδενιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον μηδενιστή ή στον μηδενισμό. επίρρ... μηδενιστικώς και ά κατά την άποψη τού μηδενισμού, από μηδενιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • νιχιλιστής — ο, θηλ. νιχιλίστρια (φιλοσ.) οπαδός τού μηδενισμού, μηδενιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nihilist < λατ. nihil «μηδέν»] …   Dictionary of Greek

  • νιχιλιστής — ο θηλ. ίστρια οπαδός του νιχιλισμού, αλλ. μηδενιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”